ακορνιζάριστος

ακορνιζάριστος
-η, -ο [κορνιζάρω]
1. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να τοποθετηθεί σε κορνίζα (αποδίδεται σε πίνακες, φωτογραφίες κ.λπ.)
2. εκείνος που δεν έχει ή δεν μπορεί να διακοσμηθεί με γύψινα πλαίσια (αποδίδεται σε παράθυρα, οροφές, τοίχους κ.λπ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακορνίζωτος — η, ο [κορνιζώνω] ο ακορνιζάριστος …   Dictionary of Greek

  • ακορνίζωτος — ακορνίζωτος, η, ο και ακορνιζάριστος, η, ο αυτός που δεν μπήκε σε πλαίσιο (κορνίζα): Ωραία φωτογραφία, αλλά ακορνίζωτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”